Τόσο οι ευρωπαϊκές όσο και οι αμερικανικές οδηγίες (guidelines) συστήνουν τη μείωση της κατανάλωσης νατρίου κάτω από 2,3 γραμμάρια ημερησίως, που αντιστοιχεί σε 5-6 γραμμάρια αλατιού (εννοείται αυτό που περιλαμβάνεται στις τροφές, μαζί με αυτό που προστίθεται). Οι οδηγίες μάλιστα της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας συστήνουν ημερήσια λήψη νατρίου κάτω από 1,5 γραμμάρια, δηλαδή κάτω από 3-3,5 γραμμάρια αλατιού. Το 99.2% όμως του παγκόσμιου πληθυσμού καταναλώνει περισσότερα από 2 γραμμάρια νατρίου ημερησίως και το 100% πάνω από το 1,5 γραμμάρια, που η ίδια συστήνει. Η μέση κατανάλωση νατρίου στις περισσότερες χώρες υπολογίζεται στα 4 γραμμάρια νατρίου, δηλαδή 9-12 γραμμάρια αλατιού ημερησίως.
Δύο δημοσιεύσεις του 2014 και ένα άρθρο σύνταξης στο New England Journal of Medicine ήρθαν να ανατρέψουν τις επίσημες οδηγίες για τη σχέση της κατανάλωσης αλατιού με την υπέρταση και τα καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια.
Η μελέτη PURE (Prospective Urban Rural Epidemiology study) αποτελεί τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα επιδημιολογική μελέτη, που προσπάθησε να υπολογίσει την σχέση της κατανάλωσης νατρίου και καλίου με την υπέρταση, αλλά και τα καρδιακά και αγγειακά (κυρίως εγκεφαλικά) επεισόδια. Πραγματοποιήθηκε σε 17 χώρες με διάφορες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, τόσο σε αστικούς όσο και αγροτικούς πληθυσμούς. Περισσότερα από 100.000 άτομα από τον γενικό πληθυσμό, ηλικίας 30-70 χρονών, παρακολουθήθηκαν για διάστημα 3,7 ετών.
Τα αποτελέσματα της πρώτης δημοσίευσης από τη μελέτη PURE έδειξαν ότι σε μικρή (κάτω από 3 γραμμάρια) ή μέτρια (3-6 γραμμάρια) κατανάλωση, η αρτηριακή πίεση ελάχιστα επηρεάζεται στο γενικό πληθυσμό, ενώ αυξάνει σημαντικά σε μεγάλη (πάνω από 7 γραμμάρια) πρόσληψη νατρίου, ιδιαίτερα σε υπερτασικούς και ηλικιωμένους (1).
Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αποτελέσματα της δεύτερης δημοσίευσης από τη μελέτη PURE. Τον χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου, καρδιακών συμβάντων και εγκεφαλικών επεισοδίων, είχαν τα άτομα με μέτρια κατανάλωση νατρίου (3-6 γραμμάρια). Τα άτομα με μεγάλη κατανάλωση νατρίου (μεγαλύτερη από 7 γραμμάρια ημερησίως) εμφάνισαν μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων και θανάτου κατά 15%. Το εντυπωσιακό εύρημα της μελέτης είναι πως τα άτομα με χαμηλή πρόσληψη νατρίου (μικρότερη των 3 γραμμαρίων ημερησίως) είχαν ακόμα μεγαλύτερη αύξηση στον κίνδυνο θανάτου, καρδιακών και εγκεφαλικών επεισοδίων (27%)! Αντίθετα, η υψηλή πρόσληψη καλίου, συνήθως από φρούτα και λαχανικά, συσχετίζεται με μικρότερο κίνδυνο καρδιοαγγειακού θανάτου και αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό την αυξημένη πρόσληψη νατρίου (2).
Το άρθρο σύνταξης του New England Journal of Medicine προτείνει να ληφθούν σοβαρά υπόψη τα συμπεράσματα αυτών των δύο μελετών, καθώς δεν έχουμε αποδείξεις για την ασφάλεια της διατροφής με τόσο χαμηλή περιεκτικότητα σε νάτριο που συστήνουν οι κατευθυντήριες οδηγίες. Αναφέρει μάλιστα τη γνωμοδότηση προς το κογκρέσο πριν ένα χρόνο του αμερικανικού Institute of Medicine (IOM) πως οι συστάσεις των κατευθυντήριων οδηγιών για μείωση της πρόσληψης νατρίου κάτω από το όριο των 2,3 γραμμαρίων την ημέρα δεν έχουν επιστημονική τεκμηρίωση και πιθανόν εκθέτουν τον γενικό πληθυσμό, αλλά και τους υπερτασικούς και τους αρρώστους με καρδιακή ανεπάρκεια, σε κίνδυνο. Τέλος, προτείνει τη διενέργεια προοπτικής τυχαιοποιημένης μελέτης, για την οριστική απάντηση στο ερώτημα πόσο νάτριο και κατ’ επέκταση αλάτι πρέπει να προσλαμβάνεται με τη διατροφή (3).
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2014 στο American Journal of Hypertension ανέλυσε δεδομένα από 8.670 Γάλλους ενήλικες και διαπίστωσε ότι η κατανάλωση αλατιού δεν συσχετίστηκε με συστολική αρτηριακή πίεση σε άνδρες ή γυναίκες μετά τον έλεγχο για παράγοντες όπως η ηλικία (4).
Γιατί όχι; Μια εξήγηση, γράφουν οι συγγραφείς, είναι ότι η σύνδεση που όλοι υποθέτουμε μεταξύ του αλατιού και της αρτηριακής πίεσης είναι «υπερβολική» και «πιο περίπλοκη από ό, τι πίστευαν κάποτε». Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι παρόλο που η μελέτη δεν διαπίστωσε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ της αρτηριακής πίεσης και του νατρίου στη διατροφή, αυτοί οι ασθενείς που ήταν υπερτασικοί κατανάλωναν πολύ περισσότερο αλάτι από εκείνους χωρίς υπέρταση – κάτι που δείχνει, όπως έχουν δείξει και άλλες έρευνες, ότι το αλάτι επηρεάζει τους ανθρώπους διαφορετικά.
Όσο για τους παράγοντες που φάνηκε να επηρεάζουν την αρτηριακή πίεση, η κατανάλωση αλκοόλ, η ηλικία και, κυρίως, ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΒΜΙ) συνδέθηκε έντονα με άνοδο της αρτηριακής πίεσης. Η κατανάλωση περισσότερων φρούτων και λαχανικών συνδέθηκε σημαντικά με πτώση της αρτηριακής πίεσης. «Η διακοπή της αύξησης του βάρους πρέπει να είναι ο πρώτος στόχος στον γενικό πληθυσμό για την αντιμετώπιση της επιδημίας υπέρτασης», έγραψαν οι συγγραφείς της μελέτης.
Μια άλλη έρευνα για την ανίχνευση του ρόλου του νατρίου στην υπέρταση παρουσιάστηκε στις 25 Απριλίου του 2017 στη συνάντηση Experimental Biology, που πραγματοποιήθηκε στο Σικάγο (5). Η ερευνητής Lynn L. Moore, αναπληρώτρια καθηγήτρια ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης στη Μασαχουσέτη, ολοκλήρωσε τη μελέτη με την ομάδα της.
Η Moore και η ομάδα της έλαβαν δεδομένα από 2.632 άντρες και γυναίκες ηλικίας μεταξύ 30 και 64 ετών, οι οποίοι συμμετείχαν στη μελέτη Framingham Offspring Study – ένα παρακλάδι της Framingham Heart Study. Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν φυσιολογική αρτηριακή πίεση κατά την έναρξη της δοκιμής. Κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης των 16 ετών, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι συμμετέχοντες που κατανάλωναν λιγότερο από 2.500 χιλιοστόγραμμα (milligrams) νατρίου κάθε μέρα είχαν υψηλότερη αρτηριακή πίεση από εκείνους που κατανάλωναν υψηλότερες ποσότητες νατρίου.
Τα αποτελέσματα φαίνονται αντίθετα. Όπως γράφουν οι συγγραφείς: «Ενώ αναμενόταν η πρόσληψη νατρίου να συσχετιστεί θετικά τόσο με συστολική αρτηριακή πίεση όσο και με διαστολική αρτηριακή πίεση, βρέθηκε το αντίθετο». Παρόλο που τα ευρήματα φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με το status quo, συμβαδίζουν με άλλες πρόσφατες μελέτες που κάνουν παρόμοιες ερωτήσεις. Η έρευνα έχει δείξει ότι υπάρχει μια «σχέση σχήματος J» μεταξύ καρδιαγγειακού κινδύνου και νατρίου. Αυτό σημαίνει ότι οι δίαιτες με χαμηλή περιεκτικότητα σε νάτριο και οι δίαιτες με υψηλή περιεκτικότητα σε νάτριο ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιακής νόσου. Πολλοί άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στη μέση αυτής της καμπύλης, όπου ο καρδιαγγειακός κίνδυνος είναι στο χαμηλότερο.
Η Moore ανέφερε: «Δεν είδαμε καμία ένδειξη ότι μια δίαιτα χαμηλότερη σε νάτριο είχε μακροπρόθεσμες ευεργετικές επιδράσεις στην αρτηριακή πίεση. Τα ευρήματά μας προσθέτουν σε αυξανόμενες ενδείξεις ότι οι τρέχουσες συστάσεις για πρόσληψη νατρίου μπορεί να είναι λανθασμένες».
Η σημασία του διαιτητικού καλίου υπογραμμίζεται επίσης σε αυτή τη μελέτη. Η ομάδα διαπίστωσε ότι τα άτομα με τη χαμηλότερη αρτηριακή πίεση ήταν εκείνα που είχαν την υψηλότερη πρόσληψη νατρίου και καλίου. Αντίθετα, εκείνοι με την υψηλότερη αρτηριακή πίεση είχαν τη χαμηλότερη πρόσληψη νατρίου και καλίου. Η Moore λέει: «Αυτή η μελέτη και άλλες επισημαίνουν τη σημασία των υψηλότερων προσλήψεων καλίου, ιδίως, στην αρτηριακή πίεση και πιθανώς και στα καρδιαγγειακά αποτελέσματα».
Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν επίσης όταν αναλύθηκαν οι προσλήψεις μαγνησίου και ασβεστίου. Τα υψηλότερα επίπεδα συνδέθηκαν με τη χαμηλότερη αρτηριακή πίεση και το αντίστροφο.
Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι: «Αυτά τα μακροπρόθεσμα δεδομένα από τη Μελέτη Framingham δεν παρέχουν υποστήριξη για τη μείωση της πρόσληψης νατρίου σε υγιείς ενήλικες σε λιγότερο από 2,3 γραμμάρια την ημέρα, όπως συνιστάται. Αυτή η μελέτη υποστηρίζει το εύρημα μιας σαφούς αντίστροφης σχέσης μεταξύ του καλίου, του μαγνησίου και του ασβεστίου και της αλλαγής της αρτηριακής πίεσης με την πάροδο του χρόνου».
Η Moore θέλει η μελέτη της να διαδραματίσει ρόλο στην αλλαγή των διαιτητικών αποφάσεων σε όλες τις ΗΠΑ. Λέει: «Ελπίζω ότι αυτή η έρευνα θα βοηθήσει να επαναπροσδιορίσει τις τρέχουσες Διατροφικές Οδηγίες για τους Αμερικανούς στη σημασία της αύξησης της πρόσληψης τροφών πλούσιων σε κάλιο, ασβέστιο και μαγνήσιο για τον σκοπό της διατήρησης μιας υγιούς αρτηριακής πίεσης».
Η Moore καθιστά επίσης σαφές ότι μπορεί να υπάρχουν ορισμένα άτομα που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στο νάτριο και τα οποία, επομένως, μπορούν να επωφεληθούν από τη μείωση του αλατιού στη διατροφή τους. Ίσως στο μέλλον, οι μέθοδοι ανίχνευσης ευαισθησίας στο αλάτι θα μπορούσαν να βοηθήσουν στον προσδιορισμό των ατόμων που πρέπει να είναι πιο προσεκτικά.
Καθώς περισσότερες μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο ρόλος του νατρίου στην υπέρταση είναι λιγότερο ζωτικός από ό, τι πιστεύεται, οι διατροφικές συστάσεις είναι σίγουρο ότι θα αλλάξουν σύμφωνα με τα ευρήματα.
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2017 στο The American Journal of Medicine αμφισβητεί την άποψη ότι το αλάτι προκαλεί αρτηριακή πίεση. Οι ερευνητές της μελέτης αναφέρουν: «Για δεκαετίες η ιδέα ότι η υπερβολική κατανάλωση αλατιού (NaCl) οδηγεί σε υπέρταση έχει παραμείνει. Ωστόσο, αυτή η ιδέα βασίζεται σε γνώμη, όχι σε επιστημονικές αποδείξεις. Παρ’ όλα αυτά, κάθε οργανισμός υγείας και ιατροί σε όλο τον κόσμο συμβουλεύουν τον περιορισμό του αλατιού, ειδικά σε υπερτασικούς ασθενείς. Το παρόν άρθρο αξιολόγησης δείχνει ότι η κατανάλωση δίαιτας με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι δεν είναι η αιτία της υπέρτασης και ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, όπως τα πρόσθετα σάκχαρα, τα οποία είναι αιτιολογικά για την πρόκληση υπέρτασης και καρδιαγγειακών παθήσεων» (6).
Βιβλιογραφία
1. O’Donell MJ, Mente A, Rangarajan S, et al. Association of urinary sodium and potassium excretion with blood pressure. N Engl J Med 2014; 371:601-611.
2. O’Donell MJ, Mente A, Rangarajan S, et al. Urinaty sodium and patassium excretion, mortality, and cardiovascular events. N Engl J Med 2014; 371:612-623.
3. Oparil S. Low sodium intake: Cardiovascular health benefit or risk? N Engl J Med 2014; 371:677-679.
4. Lelong H, Galan P, Kesse-Guyot E, et al. Relationship Between Nutrition and Blood Pressure: A Cross-Sectional Analysis from the NutriNet-Santé Study, a French Web-based Cohort Study. American Journal of Hypertension, 2015, 28, 3, 362–371.
5. Newman T. High blood pressure: Sodium may not be the culprit. Medical News Today. April 25, 2017.
6. DiNicolantonio JJ, Mehta V, O’Keefe JH. Is salt a culprit or an innocent bystander in hypertension? A hypothesis challenging the ancient paradigm. The American Journal of Medicine. 2017, 130, 893-899.
Ο Μάριος Δημόπουλος γεννήθηκε το 1975 στον Πειραιά. Σπούδασε αρχικά φιλολογία με ειδικότητα στη γλωσσολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη συνέχεια λόγω του ενδιαφέροντός του στις φυσικές και εναλλακτικές θεραπείες σπούδασε στο εξωτερικό διατροφολογία και φυσικοπαθητική (naturopathy). Έχει ειδικευθεί στη χρήση διατροφικών συμπληρωμάτων και εστιάζει την έρευνά του στην πρόληψη των ασθενειών με σωστή διατροφή, με χορήγηση βιταμινών, μετάλλων και αντιοξειδωτικών ουσιών υπό μορφή διατροφικών συμπληρωμάτων και με χορήγηση φαρμακευτικών φυτών και βοτάνων. Είναι καθηγητής διατροφολογίας στη σχολή Natural Health Science (Ελλάδα), όπου διδάσκει για τα διατροφικά συμπληρώματα σε φαρμακοποιούς, διαιτολόγους, διατροφολόγους και εναλλακτικούς θεραπευτές. Ο Μάριος Δημόπουλος έχει γράψει 36 βιβλία για θέματα υγείας. Εδώ το πλήρες βιογραφικό του.