ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Προερχόμενη από την Κεντρική Ασία, η Κάνναβη είναι από τα αρχαιότερα ψυχοτρόπα ναρκωτικά γνωστά στον άνθρωπο. Η απαρχή της χρήσης της είναι δύσκολο να ανιχνευτεί, καθώς η Κάνναβη καλλιεργήθηκε και καταναλώθηκε πολύ πριν την εμφάνιση της γραφής. Σύμφωνα με αρχαιολογικές ανακαλύψεις, ήταν ήδη γνωστή στην Κίνα τουλάχιστον από τη Νεολιθική περίοδο, γύρω στο 4000 π.Χ. (McKim, 2000)
Υπάρχουν διάφορα είδη Κάνναβης. Τα πιο γνωστά είναι τα Cannabis sativa, Cannabis indica και Cannabis ruderalis. Η Cannabis sativa, η μεγαλύτερη ποικιλία, φύεται τόσο σε τροπικά όσο και σε εύκρατα κλίματα. Τα δύο βασικά παρασκευάσματα που προέρχονται από την Κάνναβη είναι η μαριχουάνα και το χασίς. Η μαριχουάνα είναι ένας μεξικάνικος όρος που αρχικά αναφερόταν στον φτηνό καπνό αλλά σήμερα σχετίζεται με τα αποξηραμένα φύλλα και τις ταξιανθίες της Κάνναβης. Το χασίς, το αραβικό όνομα της ινδικής Κάνναβης, είναι η εκχυλισμένη κολλώδης ρητίνη του φυτού. (Ben Amar, 2002)
Ο αυτοκράτορας της Κίνας, Shen Nung, που επίσης ανακάλυψε το τσάι εφεδρίνης, θεωρείται ο πρώτος που περιέγραψε τις ιδιότητες και τις θεραπευτικές χρήσεις της Κάνναβης στην επιτομή των κινέζικων φαρμακευτικών φυτών που έγραψε το 2737 π.Χ. (Li, 1974) Λίγο αργότερα, το φυτό καλλιεργήθηκε για τις ίνες του, τους καρπούς, για ψυχαγωγική κατανάλωση και για τη χρήση του στην ιατρική. (Mechoulam, 1986)
Το 1839, ο William O’ Shaughnessy, ένας Βρετανός χειρούργος που εργαζόταν στην Ινδία, ανακάλυψε τις αναλγητικές, τις ορεξιογόνες, τις αντιεμετικές, τις μυοχαλαρωτικές και τις αντισπασμωδικές ιδιότητες της Κάνναβης. Η δημοσίευση των παρατηρήσεών του γρήγορα οδήγησε στην επέκταση της φαρμακευτικής χρήσης της Κάνναβης. (O' Shaugnessy, 1838-1840). Είχε μάλιστα συνταγογραφηθεί στη Βασίλισσα Βικτώρια για την ανακούφιση από τη δυσμηνόρροια. (Baker, 2003)
Το 1854, η Κάνναβη καταγράφεται στο United States Dispensatory (Robson, 2001) και πωλείται ελεύθερα σε φαρμακεία δυτικών χωρών. Ήταν διαθέσιμη στην Βρετανική Φαρμακοποιία υπό μορφή βάμματος και πούδρας για περισσότερο από 100 χρόνια. (Iversen, 2000)
Παρόλα αυτά, μετά την απαγόρευση του αλκοόλ, οι αμερικάνικες αρχές καταδίκασαν τη χρήση της Κάνναβης κατηγορώντας τη ως υπαίτια για παραφροσύνη, ηθική και διανοητική παρακμή, βία και διάφορα εγκλήματα. Έτσι, το 1937, κάτω από την πίεση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ναρκωτικών (Federal Bureau of Narcotics) και ενάντια στις συμβουλές του Αμερικάνικου Ιατρικού Συλλόγου (American Medical Association), η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών παρουσίασε το Marijuana Tax Act: έναν φόρο για κάθε ουγκιά Κάνναβης που συλλεγόταν ανεξάρτητα ιατρικής ή μη εγκεκριμένης χρήσης. (Carter, 2004). To 1942 η Κάνναβη αφαιρέθηκε από την Φαρμακοποιία των Ηνωμένων Πολιτειών, χάνοντας έτσι την θεραπευτική της γνησιότητα. Η Μεγάλη Βρετανία και τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη απαγόρευσαν την Κάνναβη υιοθετώντας τη Σύμβαση για Ψυχοτρόπες Ουσίες του 1971 που θεσπίστηκε από τα Ηνωμένα Έθνη. (Fankhauser, 2002)
Το 1996, η Καλιφόρνια έγινε η πρώτη πολιτεία που επέτρεψε νόμιμη πρόσβαση και χρήση της βοτανικής Κάνναβης για ιατρικούς σκοπούς κάτω από την επίβλεψη του γιατρού με τη θέσπιση του Compassionate Use Act. Από τον Ιανουάριο του 2017, 28 πολιτείες καθώς και η Ουάσινγκτον, το Γκουάμ και το Πουέρτο Ρίκο έχουν αποποινικοποιήσει τη Μαριχουάνα και έχουν εξαλείψει την απαγόρευση κατοχής για μικρές ποσότητες. Παράλληλα, 8 πολιτείες (Αλάσκα, Καλιφόρνια, Κολοράντο, Μέιν, Μασαχουσέτη, Νεβάδα, Όρεγκον και Ουάσινγκτον) καθώς και η περιοχή της Κολομβίας, έχουν νομιμοποιήσει τη χρήση Μαριχουάνας για ενήλικη ψυχαγωγία. (Legislatures, 2016) (Governing, 2016)
- ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Σήμερα, η Κάνναβη χρησιμοποιείται από περίπου 200-300 εκατομμύρια ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων των 30-40 εκατομμυρίων στις ΗΠΑ. Σχετικά πρόσφατες επισκοπήσεις δείχνουν ότι η χρήση της ξεκινάει από τη νεαρή ηλικία (11-13 ετών). Για την καλλιέργειά της χρησιμοποιούνται γενετικώς τροποποιημένα στελέχη με 10-πλάσια απόδοση σε επίπεδα Δ9-τετραϋδροκανναβιβόλης (THC) (βλέπε πιο κάτω). (Kosten, 2004)
Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Κατάχρησης Ναρκωτικών (National Institute on Drug Abuse, NIDA), η μαριχουάνα είναι το ναρκωτικό με τον μεγαλύτερο βαθμό κατάχρησης στις Ηνωμένες Πολιτείες. (NIDA, 2016) Είναι επίσης το πιο δημοφιλές ναρκωτικό για ψυχαγωγική χρήση. 178 εκατομμύρια άνθρωποι ηλικίας 15 ως 64 ετών χρησιμοποίησαν Κάνναβη τουλάχιστον μία φορά μέσα στο 2012. (Poznyak, 2014)
Σε έρευνες που έχουν γίνει σχετικά με την ποσότητα της Κάνναβης που καταναλώνεται κατά τη χρήση, υπολογίζεται ότι το 3% ως 5% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει δοκιμάσει κάποιο προϊόν Κάνναβης, τουλάχιστον μία φορά, εκτός των ορίων της συνταγογραφούμενης θεραπευτικής δόσης. (Anthony, 2016)
Ανάμεσα στους χρήστες της φαρμακευτικής Κάνναβης, μία διεθνής έρευνα με 953 συμμετέχοντες από 31 χώρες ανακάλυψε ότι οι περισσότεροι ήταν χρήστες υπό την επίβλεψη ενός επαγγελματία υγείας και χρησιμοποιούσαν φάρμακα με βάση την Κάνναβη για χρόνια. Οι πιο πολλοί είχαν ήδη εμπειρία από φυτικά προϊόντα (χορηγούμενα μέσω καπνίσματος) είτε πριν την έναρξη της ασθένειάς τους, είτε μετά την έναρξη αλλά πριν την πρόταση του γιατρού για χρήση φαρμακευτικής Κάνναβης. (Hazekamp, 2013)
Μία λογοτεχνική ανασκόπηση πάνω στη χρήση της Κάνναβης προτεινόμενη από γιατρούς, αναφέρει μία συχνότητα που ποικίλει από < 1,7% σε καρκινοπαθείς Ισραηλινούς ασθενείς ως 17,4% στις ΗΠΑ για μία πληθώρα καταστάσεων, με τον πόνο να είναι η πιο συχνή. Ανάμεσα στους αυτοθεραπευόμενους ασθενείς σημειώθηκε ένα εύρος από 15% σε Καναδούς ασθενείς με χρόνιο πόνο ως 30% σε Βρετανούς ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας. Ο πόνος, οι διαταραχές ύπνου και το άγχος ήταν οι πιο συχνοί λόγοι για χρήση Κάνναβης. (Park, 2017)
Δύο έρευνες έχουν δείξει πως δεν υπάρχουν σημαντικές δημογραφικές διαφορές ανάμεσα στους ενήλικες που χρησιμοποιούν φαρμακευτική Κάνναβη και σε αυτούς που χρησιμοποιούν την Κάνναβη για ψυχαγωγικούς σκοπούς. Παρόλα αυτά, σε μία προσαρμοσμένη ανάλυση, μία έρευνα έδειξε ότι οι χρήστες φαρμακευτικής Κάνναβης είχαν υψηλότερη καθημερινή κατανάλωση Κάνναβης, ήταν πιθανότερο να έχουν πιο επιβαρυμμένη υγεία και είχαν χαμηλότερα επίπεδα κατάχρησης οινοπνεύματος και ναρκωτικών. (Lin, 2016)
- ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ
Α. ΚΑΝΝΑΒΙΝΟΕΙΔΗ
Η Κάνναβη περιέχει πάνω από 460 γνωστά χημικά συστατικά, περισσότερα από 40 από τα οποία ανήκουν στην κατηγορία των κανναβινοειδών. (Ben Amar, 2004). Το πιο ισχυρό ψυχοδραστικό συστατικό της Κάνναβης είναι η δέλτα-9-τετραϋδροκανναβινόλη, κοινώς γνωστή ως THC. Άλλα κανναβινοειδή παρόντα στην Ινδική Κάνναβη είναι η δέλτα-8-τετραϋδροκανναβινόλη (Δ8THC), η κανναβινόλη (CNB), η κανναβιδιόλη (CND), η κανναβικυκλόλη (CBL), η κανναβιγερόλη (CBG) και η κανναβιχρωμίνη (CBC), αλλά βρίσκονται σε μικρές ποσότητες και δεν έχουν σημαντική ψυχοτρόπο δράση συγκριτικά με αυτήν της THC. (Smith, 1998). Η κανναβιδιόλη, για παράδειγμα, έχει αγχολυτικές και αντιψυχωσικές ιδιότητες και μπορεί να μετριάζει κάποιες από τις ψυχοδραστικές επιδράσεις της THC. (Elsohly, 2005). Εκτιμάται ότι η αποτελεσματικότητα της φαρμακευτικής Κάνναβης βασίζεται στη συνέργεια μεταξύ των συστατικών της, το «φαινόμενο της ακολουθίας» (entourage effect). (Russo, 2006)
Β. ΥΠΟΔΟΧΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΔΟΓΕΝΗ ΠΡΟΣΔΕΜΑΤΑ
Τα κανναβινοειδή, όντας εξαιρετικώς λιποδιαλυτά, αρχικά πιστευόταν ότι δρουν με παρόμοιο τρόπο με τους παράγοντες γενικής αναισθησίας, αλλά η ταυτοποίηση ειδικών υποδοχέων των κανναβινοειδών στον εγκέφαλο και στην περιφέρεια κατέρριψαν αυτήν την ιδέα. Οι κανναβινοειδείς υποδοχείς είναι τυπικά μέλη της οικογένειας των υποδοχέων που συζευγνύονται με G-πρωτεΐνες και συνδέονται με την αναστολή της αδενυλικής κυκλάσης. Οι υποδοχείς επίσης είναι συζευγμένοι με ενεργοποίηση των διαύλων καλίου και αναστολή των διαύλων ασβεστίου και έτσι ασκούν μια ανασταλτική επίδραση στην απελευθέρωση των νευροδιαβιβαστών (σεροτονίνης, νορεπινεφρίνης, ντοπαμίνης). Αυτές οι κυτταρικές επιδράσεις μοιάζουν στενά με εκείνες των οπιοειδών. (Rang, 2003)
Είναι ενδιαφέρον ότι, όπως συμβαίνει με ενδογενή προσδέματα του οπιοειδούς συστήματος, έχουν ταυτοποιηθεί ενδοκανναβινοειδή (eCBs) εντός του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (ΚΝΣ). Αυτές οι ουσίες είναι μεμβρανικής προέλευσης, συντίθενται κατ’ επίκληση και δρουν ως τοπικοί νευροτροποποιητές. (Howland, 2006). Τα eCBs και οι υποδοχείς τους βρίσκονται σε διάφορα σημεία του ανθρώπινου σώματος: στο ΚΝΣ, σε εσωτερικά όργανα, σε συνδετικούς ιστούς, σε κύτταρα του ανοσοποιητικού και σε αδένες. Το σύστημα των eCBs έχει έναν ομοιοστατικό ρόλο και έχει χαρακτηριστεί ως «φάε, κοιμήσου, ηρέμησε, ξέχνα και προστάτεψε». (Mc Partland, 2014)
Είναι γνωστό ότι τα eCBs έχουν έναν ρόλο στην παθολογία πολλών διαταραχών ενώ παράλληλα διατηρούν μία προστατευτική λειτουργία σε κάποιες ασθένειες. (Kaur, 2016). Έχει προταθεί ότι η ημικρανία, η ινομυαλγία, το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και άλλες σχετικές καταστάσεις αντιπροσωπεύουν κλινικά σύνδρομα έλλειψης eCBs (eCB deficiency syndromes ή CEDS). Ελλείψεις στη σηματοδότηση των eCBs μπορεί επίσης να σχετίζονται με την παθογένεση της κατάθλιψης. Σε μελέτες που έχουν γίνει σε ανθρώπους, ελλείψεις στο σύστημα των eCBs εμπλέκονται στην σχιζοφρένεια, στη σκλήρυνση κατά πλάκας, στη νόσο του Χάντινγκτον, στη νόσο του Πάρκινσον, στην ανορεξία, στην χρόνια ναυτία και στην αδυναμία ανάπτυξης σε βρέφη. (McPartland, 2014)
Το σύστημα των eCBs αντιπροσωπεύει έναν μικρόκοσμο ψυχο-νευροανοσολογίας. Αποτελείται από υποδοχείς, ενδογενή προσδέματα (ligands) και μεταβολικά ένζυμα. Όταν οι υποδοχείς κανναβινοειδών ενεργοποιούνται πυροδοτείται μία ποικιλία φυσιολογικών διαδικασιών. Ο υποδοχέας τύπου 1 (CB1) είναι ο πιο πολυάριθμος υποδοχέας που συνδέεται με G-πρωτεΐνες. Εντοπίζεται στο ΚΝΣ με πιο έντονη έκφραση στη μέλανα ουσία, στην ωχρά σφαίρα, στον ιππόκαμπο, στον εγκεφαλικό φλοιό και στην παρεγκεφαλίδα. Ο CB1 εκφράζεται επίσης και σε μη νευρικά κύτταρα, όπως σε ηπατοκύτταρα και λιποκύτταρα, σε συνδετικό και μυοσκελετικό ιστό και στις γονάδες. Ο CB2 υποδοχέας κυρίως σχετίζεται με κύτταρα του ανοσοποιητικού, αλλά μπορεί επίσης να εκφραστεί και στο ΚΝΣ. (McPartland, 2014)
Γ. ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗ
Οι τρεις πιο κοινές μέθοδοι χορήγησης της Κάνναβης είναι η εισπνοή μέσω καπνίσματος, η εισπνοή μέσω ατμοποίησης και η κατάποση βρώσιμων προϊόντων. Ο τρόπος χορήγησης μπορεί να επηρεάσει την έναρξη, την ένταση και τη διάρκεια των ψυχοτρόπων επιδράσεων, των επιδράσεων σε οργανικά συστήματα, την πιθανότητα εξάρτησης και τις ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με τη χρήση της Κάνναβης. (Borodovsky, 2016)
Η φαρμακοκινητική ανάλυση των κανναβινοειδών έχει αρκετές δυσκολίες: οι χαμηλές συγκεντρώσεις αναλυτών, ο ταχύτατος και εκτενής μεταβολισμός και τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά εμποδίζουν τον διαχωρισμό των συστατικών που μας ενδιαφέρουν από βιολογικά στρώματα αλλά και μεταξύ τους. (Huestis, 2005)
Η κύρια ψυχοτρόπος ουσία της Κάνναβης, η THC, μεταφέρεται ταχύτατα από τους πνεύμονες στο αίμα μέσω καπνίσματος. Σε μία τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη έρευνα, η THC ανιχνεύτηκε στο πλάσμα αμέσως μετά την πρώτη εισπνοή καπνού μαριχουάνας. Τα επίπεδα της THC αυξήθηκαν άμεσα και έφτασαν σε μέγιστες τιμές πριν το τέλος του καπνίσματος. (Huestis, 1992)
Παρόλο που το κάπνισμα είναι η πιο συχνή οδός χορήγησης της Κάνναβης, η χρήση ατμοποιητή έχει αυξηθεί σημαντικά. Η ατμοποίηση παρέχει επιδράσεις παρόμοιες με εκείνες του καπνίσματος ενώ παράλληλα μειώνει την έκθεση στα παραπροϊόντα της καύσης και σε πιθανούς καρκινογόνους παράγοντες και μειώνει τα ανεπιθύμητα αναπνευστικά σύνδρομα. Η THC, ως λιπόφιλη, διανέμεται ταχέως στους ιστούς και αργότερα στο λίπος. (Hartman, 2015)
Η εισπνοή της THC οδηγεί σε μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα μετά από λίγα λεπτά και η ψυχοτρόπος δράση της εκδηλώνεται μέσα σε δευτερόλεπτα ως και μερικά λεπτά. Αυτές οι δράσεις φτάνουν το μέγιστο μετά από 15 ως 30 λεπτά και απομακρύνονται μετά από δύο ως τρεις ώρες. Μετά από του στόματος χορήγηση, η ψυχοτρόπος δράση εκδηλώνεται μέσα σε 30 ως 90 λεπτά, φτάνει το μέγιστο μετά από δύο ως τρεις ώρες και διαρκεί για περίπου τέσσερις ως δώδεκα ώρες ανάλογα με τη δόση.
Η πρωκτική οδός, η υπογλώσσια χορήγηση, η διαδερμική απελευθέρωση, οι οφθαλμικές σταγόνες και τα αερολύματα έχουν χρησιμοποιηθεί μόνο σε λίγες μελέτες και έχουν ελάχιστη συνάφεια με τη σημερινή πρακτική. (Grotenhermen, 2003)
Δ. Δ9- ΤΕΤΡΑΫΔΡΟΚΑΝΝΑΒΙΝΟΛΗ
Όπως ήδη αναφέραμε, το κύριο αλκαλοειδές που περιέχεται στη μαριχουάνα είναι η THC, η οποία διατίθεται ως φάρμακο με την ονομασία δροναβινόλη (dronabinol).
Ανάλογα και με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο γίνεται η χρήση, η THC μπορεί να προκαλέσει ευφορία ακολουθούμενη από υπνηλία και χαλάρωση. Η THC αναστέλλει τη βραχυχρόνια μνήμη και τη νοητική δραστηριότητα. Μειώνει τη μυϊκή ισχύ και εμποδίζει τις κινητικές δραστηριότητες που απαιτούν μεγάλη επιδεξιότητα, όπως την οδήγηση αυτοκινήτου. Το ευρύ φάσμα δράσεών της περιλαμβάνει αύξηση της όρεξης, ξηροστομία, οπτικές ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις και ενίσχυση της αισθητικής δραστηριότητας. Η δράση της πιστεύεται ότι μεσολαβείται από τους υποδοχείς CB1.
Το φαρμακευτικό σκεύασμα της δροναβινόλης, μετά από του στόματος λήψη, απορροφάται σχεδόν πλήρως αλλά υφίσταται σημαντικό ηπατικό μεταβολισμό πρώτης-διόδου και οι μεταβολίτες του απεκκρίνονται βραδέως, επί ημέρες ως και εβδομάδες δια των κοπράνων και των ούρων. Όπως και η ακατέργαστη μαριχουάνα, η δροναβινόλη είναι ένας ψυχοδραστικός παράγοντας, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ιατρικά σαν διεγερτικό της όρεξης και σαν αντιεμετικό. Για την πρόληψη της ναυτίας και του εμετού, επαγόμενων από τη χημειοθεραπεία, συνήθως χορηγείται σε συνδυασμό με άλλα αντιεμετικά φάρμακα. Η θεραπεία συνδυασμού με τις φαινοθειαζίνες παρέχει συνεργική αντιεμετική δράση και φαίνεται ότι αμβλύνει τις ανεπιθύμητες ενέργειες αμφότερων των παραγόντων. Η δροναβινόλη ενδείκνυται σε ασθενείς του AIDS που χάνουν βάρος.
Η δροναβινόλη συνήθως χορηγείται με μία δοσολογία 5mg/m3 πριν από τη χημειοθεραπεία και ανά 2-4 ώρες αν χρειαστεί. Η απομάκρυνση πραγματοποιείται κυρίως μέσω της οδού των χοληφόρων.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες, εκτός αυτών που έχουν ήδη αναφερθεί, περιλαμβάνουν και κάποιες ενέργειες από το αυτόνομο νευρικό σύστημα, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε ταχυκαρδία, ερεθισμό του επιπεφυκότος και σε ορθοστατική υπόταση. Σε υψηλές δόσεις αναπτύσσεται τοξική ψύχωση. Ανοχή και ελαφριά σωματική εξάρτηση εμφανίζονται με τη συνεχιζόμενη, συχνή χρήση της ουσίας.
Η δροναβινόλη δεν έχει σημαντικές φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις αλλά μπορεί να ενισχύσει τις κλινικές ενέργειες άλλων ψυχοδραστικών παραγόντων. (Howland, 2006) (McQuaid, 2009). Θα πρέπει ακόμα να αποφεύγεται ο συνδυασμός της με το αλκοόλ καθώς μπορεί να αυξήσει την συγκέντρωση της THC στο αίμα, με φάρμακα που επηρεάζουν τον καρδιακό ρυθμό και με φάρμακα που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα ηπατικά ένζυμα. (Anderson, 2018)
Ε. ΚΑΝΝΑΒΙΔΙΟΛΗ
Είναι πλέον δεκτό ότι άλλα φυτοκανναβινοειδή με ασθενή ή και καθόλου ψυχοδραστικότητα είναι πολλά υποσχόμενα ως θεραπευτικοί παράγοντες για τον άνθρωπο. Το κανναβινοειδές που έχει πυροδοτήσει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ως μη ψυχοδραστικό συστατικό είναι η CBD. Η CBD, σε αντίθεση με την THC, ασκεί τις φαρμακολογικές τις δράσεις χωρίς να εμφανίζει ουσιαστική εγγενή δραστηριότητα στους CB1 και CB2 υποδοχείς.
Διάφορες δράσεις δίνουν στην CBD πολλές προοπτικές για θεραπευτική χρήση, συμπεριλαμβανομένης της αντιεπιληπτικής, αγχολυτικής, αντιψυχωσικής, αντιφλεγμονώδους και νευροπροστατευτικής δράσης. Ο συνδυασμός CBD και THC έχει λάβει έγκριση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και βρίσκεται υπό μελέτη και δοκιμές από τον FDA. Κάποιες πολιτείες έχουν εγκρίνει νομοθετικά τη χρήση των περισσότερων παρασκευασμάτων CBD από Κάνναβη για συγκεκριμένες παθολογικές καταστάσεις, παρά την έλλειψη τιτλοδότησης της CBD και τα ελλιπή στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότερη οδό χορήγησης. (Fasinu, 2016)
Συγκεκριμένες χρήσεις της CBD έχουν πρόσφατα εμφανιστεί και έχουν να κάνουν με τον πόνο (χρόνιο και νευροπαθητικό), τον διαβήτη, τον καρκίνο και τα νευροεκφυλιστικά νοσήματα όπως η νόσος του Χάντινγκτον. Μελέτες σε ζώα δείχνουν πως μεγάλες δόσεις CBD μπορούν να περιορίσουν τις δράσεις χαμηλότερων δόσεων THC. Επιπλέον, κλινικές μελέτες προτείνουν ότι η από του στόματος CBD μπορεί να παρατείνει ή να ενισχύσει τις δράσεις της THC. Τέλος, προκαταρκτικές κλινικές δοκιμές προτείνουν ότι μεγάλες δόσεις από του στόματος CBD (150-600 mg την ημέρα) μπορεί να ασκούν θεραπευτική δράση στην επιληψία, στην αϋπνία και στη διαταραχή κοινωνικού άγχους. Παρόλα αυτά, τέτοιες δόσεις CBD επίσης προκαλούν νάρκωση. (Zhornitsky, 2012)
- ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Α. ΔΙΕΓΕΡΣΗ ΟΡΕΞΗΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ AIDS
Η ανορεξία και η σταδιακή απώλεια βάρους παρατηρούνται σε ασθενείς που υποφέρουν από προχωρημένα στάδια καρκίνου ή λοίμωξης από HIV. Στην περίπτωση του AIDS, η καχεξία μπορεί να συνοδεύεται από διάρροια και αδυναμία. (Iversen, 2000)
Σε μία τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη από placebo μελέτη 67 ασθενών με AIDS, τόσο η δροναβινόλη όσο και το κάπνισμα της Κάνναβης οδήγησαν σε σημαντικά μεγαλύτερη αύξηση σωματικού βάρους συγκριτικά με το placebo. Η δοκιμή είχε διάρκεια 21 ημέρες και χρησιμοποιήθηκαν 2.5 mg t.i.d. από του στόματος δροναβινόλης και δύο ως τρία τσιγάρα ημερησίως με περιεκτικότητα 3.95% σε THC. Η έρευνα ακόμα έδειξε πως κατά τη διάρκεια της θεραπείας, η χορηγούμενη THC δεν επηρέασε ούτε το ιικό φορτίο ούτε τον αριθμό των CD4+ και CD8+ λεμφοκυττάρων. Επιπλέον, οι δύο μορφές της THC δεν αλληλεπίδρασαν με αναστολείς προτεασών (indinavir και nelfinavir) που λάμβαναν οι ασθενείς. (Abrams, 2007)
Στον Καναδά έχει εγκριθεί σκεύασμα από του στόματος THC (Marinol) ως ορεξιογόνο για τη θεραπεία της ανορεξίας και της απώλειας βάρους που συνδέονται με το AIDS. Το Marinol είναι διαθέσιμο σε κάψουλες στις μορφές των 2.5, 5 και 10 mg THC. Η συνιστώμενη δόση για τη συγκεκριμένη ένδειξη είναι 2.5-20 mg ημερησίως. (CPA, 2005)
Β. ΑΥΤΙΣΜΟΣ
Δεν υπάρχει κλινική μελέτη που να ακολουθεί σωστό πρωτόκολλο για τη χρήση της Κάνναβης ή κανναβινοειδών για τη θεραπεία του αυτισμού. (WHO, 2018)
Γ. ΑΝΑΛΓΗΣΙΑ ΣΕ ΧΡΟΝΙΟ ΠΟΝΟ
Τα αποτελέσματα των ερευνών που αξιολογούν την φαρμακοθεραπεία με Κάνναβη σε περίπτωση πόνου επιδεικνύουν την πολύπλοκη αναλγητική δράση που σχετίζεται με το φυτό. Πολλές τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές έχουν δείξει πως η Κάνναβη είναι αποτελεσματικό αναλγητικό. (Hill, 2015). Οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες, όμως, εστιάζουν στη δράση των κανναβινοειδών που απομονώνονται από το φυτό. Σε μία μετα-ανάλυση από τους Whiting et al. (2015) για παράδειγμα, μόνο 5 από τις 28 μελέτες εκτιμούν τη δράση της ατμοποιημένης Κάνναβης ή του καπνίσματος του φυτού. (Whiting, 2015)
Δεν έχει εκδοθεί τυχαιοποιημένη και ελεγχόμενη με placebo δοκιμή για την Κάνναβη στον χρόνιο πόνο. Μία πρόσφατη μελέτη, που δεν συμπεριλήφθηκε στη μετα-ανάλυση των Whiting et al., ήταν μία ελεγχόμενη με placebo δοκιμή ενός εισπνεόμενου αερολύματος, η οποία έδειξε μία δοσοεξαρτώμενη μείωση των ποσοστών αυθόρμητου πόνου λόγω περιφερικής νευροπάθειας από διαβήτη σε ασθενείς με πόνο λόγω αντίστασης στη θεραπεία. (Whiting, 2015). Επιπλέον, πιο πρόσφατα, οι Wilsey et al. πραγματοποίησαν μία τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με placebo, μικτή δοκιμή ατμοποιημένης Κάνναβης σε 42 ασθενείς με πόνο από κεντρική νευροπάθεια που σχετίζεται με κάκωση στη σπονδυλική στήλη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ατμοποιημένη Κάνναβη μείωσε τον νευροπαθητικό πόνο αλλά δεν υπήρχε απόδειξη για σχέση δόσης-αποτελέσματος. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο ότι υπάρχει ανάγκη για επιπρόσθετη έρευνα για να διερευνηθεί το πώς οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των κανναβινοειδών μπορούν να επηρεάσουν την αναλγησία. (Wilsey, 2016)
Μία εκτενής μελέτη αξιολόγησε την ασφάλεια της Κάνναβης που χορηγήθηκε μέσω καπνίσματος, μέσω ατμοποίησης και από του στόματος και εντόπισε μία αύξηση στις ανεπιθύμητες ενέργειες στην ομάδα που χρησιμοποιούσε Κάνναβη σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Δεν υπήρχε διαφορά στην εμφάνιση σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών ανάμεσα στις δύο ομάδες. (Ware, 2015). Ένα πρόσφατο διάγραμμα ανασκόπησης έδειξε πως η Κάνναβη μπορεί να βελτιώσει τον πόνο και την ποιότητα ζωής. (Bellnier, 2017)
Δ. ΕΠΙΛΗΨΙΑ
Μόνο το κανναβινοειδές Κανναβιδιόλη έχει μελετηθεί ως φαρμακοθεραπεία για την επιληψία. (WHO, 2018). Μία κλινική δοκιμή με 48 επιληπτικούς ασθενείς χρησιμοποίησε την κανναβιδιόλη ως επιπρόσθετη θεραπεία μαζί με άλλα αντιεπιληπτικά φάρμακα. Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες που να σχετίζονται με την χρήση της CBD αλλά δεν υπήρξε έγκυρο συμπέρασμα για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της θεραπείας, λόγω των περιορισμένων αποδεικτικών στοιχείων. (Gloss, 2014)
Ε. ΣΚΛΗΡΥΝΣΗ ΚΑΤΑ ΠΛΑΚΑΣ
Η σκλήρυνση κατά πλάκας είναι μία νευροεκφυλιστική νόσος που συνοδεύεται από σπαστικότητα (μυϊκή ακαμψία), επίπονες κράμπες, χρόνιο πόνο στα άκρα, μυρμήγκιασμα και κνησμό στα δάχτυλα των χεριών και στα πόδια, μαζί με αταξία, τρέμουλο και γαστρεντερικές διαταραχές. (Iversen, 2000)
Δεκατρείς ελεγχόμενες μελέτες αξιολογούν την αποτελεσματικότητα των κανναβινοειδών στη συγκεκριμένη νόσο. Τα αποτελέσματά τους είναι μικτά. Τα πιο έγκυρα συμπεράσματα όμως μπορούμε να τα αντλήσουμε από δύο κλινικές δοκιμές που οργανώθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία και κάλυψαν μεγάλα δείγματα πληθυσμού.
Έτσι, σε μία τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή δοκιμή με παράλληλες ομάδες (η μελέτη CAMS) που εξέταζε συνολικά 630 ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας, οι 206 από αυτούς πήραν THC σε μορφή κάψουλας, οι 211 πήραν εκχύλισμα κάνναβης σε κάψουλα με συγκέντρωση 2.5mg THC, 1.25mg CBD και λιγότερο από 5% άλλα κανναβινοειδή ανά κάψουλα και οι 213 πήραν placebo. Η συνολική διάρκεια της μελέτης ήταν 14 εβδομάδες. Οι συγγραφείς ανέφεραν απουσία ευεργετικής επίδρασης των κανναβινοειδών στη σπαστικότητα, όπως αυτή εκτιμάται με την κλίματα Ashworth, σημειώνοντας όμως τους περιορισμούς της κλίμακας αυτής στον υπολογισμό των ιδιαίτερα πολύπλοκων συμπτωμάτων της σπαστικότητας. Παρόλα αυτά, παρατήρησαν μία υποκειμενική βελτίωση στην ικανότητα κίνησης με την από του στόματος THC και μία υποκειμενική βελτίωση στην σπαστικότητα, στις μυϊκές κράμπες, στον πόνο, στην ποιότητα του ύπνου και στη γενικότερη κατάσταση, παράλληλα με μία μείωση στις υποτροπές, με τον συνδυασμό των THC και CBD. Οι αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν ήπιες και καλά ανεκτές. (Zajicek, 2003)
Ένα χρόνο αργότερα, οι Zajicek et al., πραγματοποίησαν μία συμπληρωματική (follow-up) μελέτη της πρώτης δοκιμής στην οποία συμμετείχαν οι 502 (80%) των αρχικών 630 ασθενών. Συνολικά παρατηρήθηκε γενικότερη αντικειμενική βελτίωση τόσο στη σπαστικότητα (όπως φάνηκε και με μικρή βελτίωση στην κλίμακα Ashworth) όσο και στους δείκτες αναπηρίας. Τα αποτελέσματα αυτά πιστοποιήθηκαν αντικειμενικά μόνο στους ασθενείς που λάμβαναν από του στόματος THC, αν και οι ασθενείς που λάμβαναν τον συνδυασμό κανναβινοειδών ανέφεραν εξίσου ευεργετικές επιδράσεις. Συνολικά δεν παρατηρήθηκαν ιδιαίτερες ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια και ήπιες ανεπιθύμητες ενέργειες αναφέρθηκαν από 109 ασθενείς που έπαιρναν THC, 125 ασθενείς που έπαιρναν συνδυασμό THC και CBD και 127 ασθενείς που έπαιρναν το placebo. (Zajicek, 2005)
Σε μία άλλη τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη από placebo δοκιμή με παράλληλες ομάδες, εξετάστηκαν 160 ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας. Οι Wade et al. αξιολόγησαν την επίδραση του εκχυλίσματος Κάνναβης που περιείχε ίσες ποσότητες THC (2.7mg) και CBD (2.5mg) και χορηγήθηκε υπό μορφή υπογλώσσιου σπρέι σε δόσεις 2.5-120mg από κάθε κανναβινοειδές τη μέρα για μία περίοδο 6 εβδομάδων. Από άποψη αποτελεσματικότητας, αυτό το παρασκεύασμα (Sativex) επέδειξε τις εξής επιδράσεις: στατιστικά σημαντική αντικειμενική μείωση της σπαστικότητας, στατιστικά σημαντική υποκειμενική βελτίωση της ποιότητας του ύπνου και στατιστικά σημαντική αντικειμενική βελτίωση στην ικανότητα κίνησης και στην δυσλειτουργία της ουροδόχου κύστεως συγκριτικά με το placebo. Από άποψη τοξικότητας, οι ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν ήταν γενικά ήπιες και καλά ανεκτές. (Wade, 2004)
Η Αμερικάνικη Ακαδημία Νευρολογίας (American Academy of Neurology, ΑΑΝ) έχει εκδώσει μία Περίληψη Συστηματικών Αξιολογήσεων για Κλινικούς (Summary of Systematic Reviews for Clinicians) που υποδεικνύει πως το από του στόματος εκχύλισμα Κάνναβης είναι αποτελεσματικό για τη μείωση της σπαστικότητας και του κεντρικού πόνου ή των επίπονων σπασμών σε ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας. (AAN, 2016)
ΣΤ. ΝΑΥΤΙΑ ΚΑΙ ΕΜΕΤΟΣ ΑΠΟ ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου (National Cancer Institute, NCI) οι υποδοχείς κανναβινοειδών που βρίσκονται στον εγκέφαλο ίσως έχουν κάποιο ρόλο στον έλεγχο της ναυτίας και του εμετού. Μελέτες σε πειραματόζωα έχουν δείξει ότι η THC και άλλα κανναβινοειδή μπορεί να δρουν στους υποδοχείς κανναβινοειδών αναστέλλοντας την τάση για εμετό που προκαλείται από κάποιους τύπους χημειοθεραπείας. Δύο φάρμακα με βάση την Κάνναβη έχουν εγκριθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες με αυτήν την ένδειξη για ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στην κλασσική θεραπεία. Αυτά είναι η δροναβινόλη και η ναβιλόνη. (Anderson, 2018)
Τα φάρμακα αυτά έλαβαν έγκριση κυκλοφορίας όταν ακόμα η πρώτη γραμμή θεραπείας ήταν αντιεμετικά φάρμακα όπως η προχλωροπεραζίνη, η μοτοκλοπραμίδη, η χλωροπρομαζίνη, η δονπεριδόνη και η αλοπεριδόλη. Σήμερα χρησιμοποιούνται νεότερης γενιάς ανταγωνιστές των 5-ΗΤ3 υποδοχέων και δεν υπάρχει καμία κλινική μελέτη που να συγκρίνει την αποτελεσματικότητα των κανναβινοειδών με τα νεότερα φάρμακα. (Ben Amar, 2006)
Διάφορες μελέτες έχουν αξιολογήσει τη χρήση εισπνεόμενης Κάνναβης για ναυτία και εμετό προκαλούμενα από χημειοθεραπεία, αλλά τα αποτελέσματά τους είναι μικτά και δεν υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για να ερμηνευτούν. (Anderson, 2018) Από τις συνολικά 28 μελέτες στη μετα-ανάλυση των Whiting et al., το ρίσκο για προκατάληψη ήταν υψηλό σε 23 και ασαφές για 5. Όλες προτείνουν μεγαλύτερο όφελος από τη χρήση κανναβινοειδών συγκριτικά με το placebo αλλά αυτό το όφελος δεν είναι στατιστικά σημαντικό σε όλες. (Whiting, 2015)
Ζ. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΥΠΝΟΥ
Δύο μελέτες (54 συμμετέχοντες) αξιολόγησαν τα κανναβινοειδή και συγκεκριμένα τη ναβιλόνη για τη θεραπεία των προβλημάτων του ύπνου. Η μία ήταν μία κλινική δοκιμή με παράλληλες ομάδες η οποία κατηγορήθηκε για υψηλό ρίσκο προκατάληψης. Στην έρευνα αυτή η ναβιλόνη εμφάνισε μεγαλύτερο όφελος συγκριτικά με το placebo στον δείκτη άπνοιας/υπόπνοιας. Η δεύτερη έρευνα, ήταν μία συνδυαστική κλινική δοκιμή η οποία κρίθηκε με χαμηλό κίνδυνο προκατάληψης και αφορούσε ασθενείς με ινομυαλγία. Εκεί η ναβιλόνη συγκρίθηκε με την αμιτριπτυλίνη και παρουσίασε βελτίωση στην αϋπνία και στην υπνική χαλάρωση. (Whiting, 2015)
Δεκαεννέα άλλες έρευνες ελεγχόμενες με placebo σχετικά με τον χρόνιο πόνο και τη σκλήρυνση κατά πλάκας εκτιμούν τον ύπνο ως αποτέλεσμα. Δύο από αυτές τις έρευνες αξιολόγησαν το κάπνισμα της Κάνναβης και βρήκαν ότι ήταν πολύ πιο πιθανό από το placebo να βελτιώσει τον ύπνο. (WHO, 2018). Ενώ πολλοί ασθενείς αναφέρουν ότι η Κάνναβη βελτιώνει τον ύπνο τους μειώνοντας τη λανθάνουσα περίοδο του ύπνου, η Κάνναβη φαίνεται ότι επίσης μειώνει και τον ύπνο REM με έναν τρόπο παρόμοιο με το αλκοόλ. Συμπερασματικά, η ποιότητα του ύπνου που επιτυγχάνεται με την Κάνναβη μπορεί να είναι κακή. (Gorelick, 2013) (Pivik, 1972)
(Το δεύτερο μέρος του αφιερώματος θα δημοσιευτεί στο τεύχος 90 της Holistic Life)
Ο Ιωάννης Οικονόμου γεννήθηκε το 1991 στην Αθήνα και είναι αδειούχος φαρμακοποιός και σύμβουλος υγείας.
- Σπούδασε Φαρμακευτική στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
- Από το 2015 μέχρι το 2017 εργάστηκε ως υπεύθυνος φαρμακοποιός σε φαρμακείο
- Από το 2018 μέχρι σήμερα εργάζεται ως Υπεύθυνος Κανονιστικών Υποθέσεων σε εταιρεία συμπληρωμάτων διατροφής και σκευασμάτων φυτοθεραπείας
- Το 2018 έγινε πιστοποιημένος Adaptive Health Practitioner μέσα από σειρά εκπαίδευσης της BioCare
- Το 2019 έγινε δεκτός στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Διαχείριση της Γήρανσης και των Χρόνιων Νοσημάτων»
- Από το 2019 αρθρογραφεί στο περιοδικό Holistic Life ως υπεύθυνος για τη στήλη Natural Beauty
- Έχει ολοκληρώσει πιστοποιημένα εκπαιδευτικά προγράμματα φαρμακοεπαγρύπνησης, επιδημιολογίας, κλινικών μελετών και συμπληρωμάτων διατροφής
- Δραστηριοποιείται στο YouTube με προσωπικό κανάλι στο οποίο δίνει συμβουλές για διάφορα θέματα υγείας