Η επίδραση του βάθους νερού στην αναπνευστική λειτουργία και άσκηση υγιών ατόμων

Κατηγορία Διάφορα
Παρασκευή, 15 Σεπτεμβρίου 2017 00:00 Διαβάστηκε 1846 φορές
Issue 81

Η βύθιση στο νερό προκαλεί οξείες φυσιολογικές αλλοιώσεις στο καρδιαγγειακό και πνευμονικό σύστημα λόγω της δράσης των φυσικών ιδιοτήτων του νερού κάτω από την επιφάνεια του σώματος. Τέτοιες αλλαγές μπορούν να προκληθούν από παράγοντες όπως η θερμοκρασία του νερού, το βάθος της εμβύθισης ή και ακόμη η θέση του κεφαλιού του ατόμου μέσα ή έξω από το νερό.

Σε σχέση με το καρδιαγγειακό σύστημα, η υδροστατική πίεση μετατοπίζει το αίμα από τα πόδια προς την περιοχή του θώρακα, προκαλώντας αυξημένη κεντρική φλεβική πίεση, καρδιακή παροχή και όγκο. Η υδροστατική πίεση στο αναπνευστικό σύστημα ενεργεί άμεσα μειώνοντας την περιφέρεια του θώρακα με κεφαλική μετατόπιση του διαφράγματος προς τα επάνω, με αποτέλεσμα περιορισμένη πνευμονική συμμόρφωση. Οι αλλαγές στον τελοεκπνευστικό όγκο του πνεύμονα προκαλούν μείωση του μήκους των αναπνευστικών μυών, μειώνοντας την ικανότητά τους να δημιουργούν και να διατηρούν επαρκή αντοχή. Αυτές οι αλλαγές οδηγούν σε αύξηση του όγκου αίματος στο θώρακα, γεγονός που προκαλεί μείωση της συμμόρφωσης των πνευμόνων και της αναπνευστικής προσπάθειας.

Οι φυσικές ιδιότητες του νερού επιδρούν άμεσα στο σώμα που βυθίζεται με το κεφάλι πάνω από την επιφάνεια του νερού επιδεικνύοντας την επίδραση ενός μέσου με διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά από αυτά του αέρα στο αναπνευστικό σύστημα. Τα διαφορετικά βάθη δημιουργούν οξείες αλλαγές στην πνευμονική λειτουργία μειώνοντας τις τιμές της ζωτικής χωρητικότητας, λειτουργικής υπολειπόμενης χωρητικότητας, εκπνεόμενου όγκου αέρα στο πρώτο δευτερόλεπτο και της μέγιστης εισνευστικής πίεσης κατά την διάρκεια εμβύθισης στο επίπεδο της κλείδας και στο επίπεδο της ξιφοειδούς απόφυσης του στέρνου. Η εμβύθιση σε αυτά τα επίπεδα έχει μεγαλύτερη επίδραση στην αναπνευστική λειτουργία σε υγιή άτομα.

Η σημαντική μείωση της ζωτικής χωρητικότητας που βρέθηκε κατά την εμβύθιση του σώματος στο επίπεδο της κλείδας μπορεί να οφείλεται στη μηχανική επίδραση της υδροστατικής πίεσης στο στήθος η οποία σχετίζεται με τη μείωση της συνολικής πνευμονικής χωρητικότητας ή μείωσης του υπολειπόμενου όγκου αέρα. Η αλλαγή της ζωτικής χωρητικότητας πυροδότησε μια μείωση στον εκπνεόμενο όγκο αέρα στο πρώτο δευτερόλεπτο κατά την διάρκεια εμβύθισης στο επίπεδο της κλείδας, συγκρινόμενο με το επίπεδο της ξηράς.

Ο μέγιστος όγκος αέρα που εισπνέεται σε μία φυσιολογική εισπνοή μειώνεται πιθανόν ως αποτέλεσμα της μείωσης της πνευμονικής συμμόρφωσης, ένα αποτέλεσμα το οποίο έχει αναφερθεί να πυροδοτείται από την δράση της υδροστατικής πίεσης στο στήθος και της αγγειακής συμμόρφωσης η οποία μειώνει τον όγκο του αέρα που μένει στους πνεύμονες μετά από μία μέγιστη εκπνοή και σφίγγει τους πνεύμονες συμπιέζοντάς τους.

Η άσκηση των μυών της εισπνοής με συγκεκριμένο φορτίο όταν γίνεται στην ξηρά σε συνδυασμό με προπόνηση στο νερό επηρεάζει σημαντικά την αναπνευστική λειτουργία βελτιώνοντας την πίεση, δύναμη και αντοχή κυρίως των εισπνευστικών μυών. Όταν όμως γίνεται μέσα στο νερό στο επίπεδο της κλείδας τότε προκαλεί παροδική μείωση της μέγιστης εισπνευστικής πίεσης η οποία διαρκεί πέντε λεπτά μετά την παύση της άσκησης.

Αυτό συμβαίνει διότι η εμβύθιση ολόκληρου του θώρακα αύξησε την υδροστατική πίεση η οποία πρόσθεσε υπερβολικό φορτίο στον εισπνευστικό μυ εκτός απο το αρχικό φορτίο που χρησιμοποιήθηκε κατά της διάρκεια της άσκησης των αναπνευστικών μυών. Επιπλέον είναι πιθανό ένα ακόμη εισπνευστικό φορτίο να προκλήθηκε απο μειωμένη κυψελιδική συμμόρφωση μετά την αύξηση της φλεβικής επιστροφής υπό την επίδραση της υδροστατικής πίεσης στα κάτω άκρα.

Η γρήγορη ανάκτηση της κόπωσης που προκλήθηκε μετά απο άσκηση αναπνευστικών μυών με συγκεκριμένο φορτίο μέσα στο νερό στο επίπεδο της κλείδας οφείλεται στο γεγονός ότι το 60% των μυϊκών ινών που περιέχονται στο διάφραγμα αποτελείται απο κόκκινες ίνες οι οποίες χαρακτηρίζονται απο αντίσταση στην κόπωση και ανοχή στην αντοχή.

Εν κατακλείδι απαιτείται η ανάπτυξη ενός σχήματος άσκησης αναπνευστικών μυών και προπόνησης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον τομέα των αθλημάτων υγρού στίβου, το οποίο να αξιοποιεί στο έπακρο τα χαρακτηριστικά της βύθισης και υδρόβιας άσκησης. Παρά το γεγονός ότι μερικά χαρακτηριστικά της λειτουργίας των πνευμόνων όπως η ζωτική χωρητικότητα, η λειτουργική υπολειπόμενη χωρητικότητα, ο εκπνεόμενος όγκος αέρα στο πρώτο δευτερόλεπτο και η μέγιστη δύναμη εισπνευστικών μυών μεταβάλλονται αρνητικά σε υγιή άτομα όταν βυθίζονται στο νερό στο επίπεδο της κλείδας, αυτές οι πτυχές αντιμετωπίζονται ανεπαρκώς σε ασθενείς με αναπνευστικές παθήσεις που υποβάλλονται σε προγράμματα υδροθεραπείας με διάφορα επίπεδα εμβύθισης. Επομένως, είναι σημαντικό για τον φυσιοθεραπευτή να εξετάσει την επιρροή του βάθους στο αναπνευστικό σύστημα, επειδή χρησιμοποιούνται διαφορετικά βάθη στην κλινική πρακτική της υδρόβιας θεραπείας, όπως η εμβύθιση στο επίπεδο των ισχίων και της ξιφοειδούς αποφύσεως του στέρνου.

Γράφει ο Στέλιος Συρόπουλος, PT - Msc cardiophysiotherapy.gr

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « H KρανιοΙερή Θεραπεία του John E. Upledger Κρανιοβελονισμός »