Πολλές συνταγές για αντιψυχωσικά φάρμακα σε άτομα νεαρής ηλικίας με ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής / Υπερκινητικότητας) δεν φαίνεται να δικαιολογούνται κλινικά, σύμφωνα με μια νέα μελέτη από ερευνητές ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Columbia. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η χρήση αντιψυχωσικών φαρμάκων μεταξύ νέων με ΔΕΠΥ ήταν υψηλότερη μεταξύ των παιδιών προσχολικής ηλικίας.

Τα τελευταία χρόνια, παιδίατροι και γονείς εξέφρασαν την ανησυχία τους για κάποιους γιατρούς που συνταγογραφούν αντιψυχωσικά φάρμακα σε νέους με ΔΕΠΥ που έχουν επιθετική ή παρορμητική συμπεριφορά. Οι νέοι με ΔΕΠΥ που λαμβάνουν αντιψυχωσικά, διαγιγνώσκονται επίσης με κατάθλιψη ή με εναντιωματική προκλητική διαταραχή (ΕΠΔ) ή διαταραχές συμπεριφοράς, αν και υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία ότι τα φάρμακα αυτά είναι αποτελεσματικά στη θεραπεία της κατάθλιψης.

«Δεν ξέραμε πως αυτή η πρακτική ήταν διαδεδομένη μεταξύ των νέων ανθρώπων που ξεκινούν θεραπεία για ΔΕΠΥ», αναφέρουν οι ερευνητές. «Υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι που σχετίζονται με τη χρήση αντιψυχωσικών φαρμάκων στους νέους, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης του σωματικού βάρους, της υπερλιπιδαιμίας, του διαβήτη και ακόμη και του ξαφνικού θανάτου».

Για τον προσδιορισμό της συχνότητας της χρήσης αντιψυχωσικών φαρμάκων σε εφήβους με ΔΕΠΥ, οι ερευνητές ανέλυσαν τα ιατρικά αρχεία και τις συνταγογραφήσεις 187.563 ασφαλισμένων νεαρών (ηλικίας 3 έως 24 ετών) που είχαν διαγνωστεί με ΔΕΠΥ μεταξύ 2010 και 2015. Κανένας από τους νέους δεν είχε πρόσφατη συνυπάρχουσα ψυχιατρική διάγνωση (όπως σχιζοφρένεια ή διπολική διαταραχή) που θα δικαιολογούσε θεραπεία με αντιψυχωσικά φάρμακα.

Τι απέδειξε η μελέτη

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι στο 2,6% των νέων που διαγνώστηκαν με ΔΕΠΥ είχε συνταγογραφηθεί αντιψυχωσικό φάρμακο εντός ενός έτους διάγνωσης. Η χρήση αντιψυχωσικών φαρμάκων ήταν υψηλότερη (4,3%) στα νεότερα παιδιά που διαγνώστηκαν με ΔΕΠΥ, δηλαδή σε άτομα ηλικίας 3-5 ετών.

Στους μισούς περίπου νέους που είχαν συνταγογραφηθεί αντιψυχωσικά φάρμακα, οι ερευνητές εντόπισαν μια πιθανή διαγνωστική λογική, διπολική διαταραχή, ψύχωση, ΕΠΔ ή διαταραχές συμπεριφοράς για τη συνταγογράφησή τους.

«Αν και τα αντιψυχωσικά δεν είναι εγκεκριμένα από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων για αυτές τις διαγνώσεις, υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που υποστηρίζουν τη χρήση τους στη θεραπεία σοβαρών περιπτώσεων ΔΕΠΥ», λέει ο Ryan S. Sultan, MD, επικεφαλής της μελέτης και επίκουρος καθηγητής κλινικής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Columbia.

Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι λιγότερο από τα μισά παιδιά και έφηβοι που έλαβαν αντιψυχωσικά φάρμακα είχαν ήδη υποβληθεί σε θεραπεία με διεγερτικά φάρμακα όπως το Adderall και το Ritalin, το συνιστώμενο φάρμακο για τη θεραπεία της ΔΕΠΥ.

«Πολλοί γιατροί παρακάμπτουν τα διεγερτικά και προχωρούν απευθείας στα αντιψυχωτικά – αντίθετα με τη γνώμη των εμπειρογνωμόνων σχετικά με τη θεραπεία για την ΔΕΠΥ, και εκθέτοντας αδικαιολόγητα τους ασθενείς σε κίνδυνο σοβαρών παρενεργειών όπως η μεγάλη αύξηση του σωματικού βάρους», προσθέτει ο Sultan.

Τι σημαίνει η μελέτη

«Είναι καθησυχαστικό ότι μόνο σε ένα σχετικά μικρό ποσοστό αυτών των παιδιών έχουν συνταγογραφηθεί αντιψυχωσικά», αναφέρει ο καθηγητής ψυχιατρικής Mark Olfson, MD που πήρε μέρος στην έρευνα. «Αλλά θα πρέπει να εργαστούμε για να μειώσουμε ακόμη περισσότερο αυτόν τον αριθμό. Για τουλάχιστον τους μισούς από τους νεαρούς στο δείγμα μας στους οποίους έχουν συνταγογραφηθεί αντιψυχωσικά, δεν μπορούσαμε να βρούμε μια λογική στα αρχεία τους για να εξηγήσουμε γιατί έλαβαν αυτά τα φάρμακα».

«Δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες από αυτά τα αρχεία για να προσδιορίσουμε τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων», προσθέτει ο Sultan. "Τα αντιψυχωσικά φάρμακα παίζουν μικρό ρόλο στη θεραπεία των σοβαρών συμπτωμάτων τη ΔΕΠΥ, αλλά ελλείψει σοβαρών συμπτωμάτων, υπάρχουν ασφαλέστερα και πιο αποτελεσματικά φάρμακα για τους νέους με ΔΕΠΥ».

Τόσο ο Sultan όσο και ο Olfson δηλώνουν ότι πολλά από τα συμπεριφορικά συμπτώματα που ώθησαν τους γιατρούς να συνταγογραφήσουν αντιψυχωσικά φάρμακα θα μπορούσαν να επιλυθούν με συνταγογράφηση φαρμάκων για ΔΕΠΥ.

Πηγή: Columbia University

Κατηγορία Έρευνα